τεχνογραφικός

τεχνογραφικός
-ή, -ό / τεχνογραφικός, -ή, -όν, ΝΑ [τεχνογράφος]
νεοελλ.
ο σχετικός με την τεχνογραφία ή τον τεχνογράφο
αρχ.
1. αυτός που αρμόζει στη ρητορική, στη διδασκαλία τής σύνθεσης τού λόγου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεχνογραφικά
δοκίμια ρητορικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεχνογραφικοῖς — τεχνογραφικός treatises on rhetoric masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”